- κοπῇς
- κόπτωcutaor subj pass 2nd sgκοπάζωgrow wearyfut ind act 2nd sg (doric)κοπήcuttingfem dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπῆς — κοπάζω grow weary fut ind act 2nd sg (doric) κοπεύς one who brays masc nom pl κοπεύς one who brays masc nom/voc pl κοπή cutting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
νομισματοκοπείο — Ίδρυμα όπου κατασκευάζονται τα νομίσματα ή απευθείας από το κράτος ή για λογαριασμό του και υπό τον έλεγχό του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κοπή των νομισμάτων ήταν το χύσιμο και η σφυρηλάτηση. Το χύσιμο χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
ασετιλίνη — Αέριο με χαρακτηριστικά δυσάρεστη οσμή, που παράγεται όταν στο κοινό ανθρακασβέστιο επιδράσει νερό. Η αντίδραση είναιπολύ ζωηρή ακόμα και στη συνηθισμένη θερμοκρασία. Η α. είναι εύφλεκτη και εκρηκτική και δίνει μια φλόγα πλούσια σε καπνό. Παρά τα … Dictionary of Greek
κοχλιοτομέας — Εργαλείο των κοχλιοτομικών μηχανών για εξωτερικές ελικώσεις. Αποτελείται από μια ομάδα μονοκοπτικών εργαλείων, τα οποία είναι τοποθετημένα στο εσωτερικό μιας κοίλης επιφάνειας. Στη χειροκίνητη κοχλιοτόμηση συνηθίζεται να εκτελούνται τρία πάσα… … Dictionary of Greek
βλαστοκόπος — ο δενδροκομικό εργαλείο κοπής των βλαστών, κλαδευτήρι … Dictionary of Greek
δηνάριο — (denarius). Αργυρό ρωμαϊκό νόμισμα που κόπηκε για πρώτη φορά περίπου το 268 π.Χ., με βάρος περίπου 4,55 γρ. και αξία 10 ασαρίων. Το 217 π.Χ. το βάρος του περιορίστηκε σε 3,90 γρ. και η αξία του αυξήθηκε σε 16 ασάρια. Σε όλη τη δημοκρατική περίοδο … Dictionary of Greek